- υψιζυγος
- ὑψίζυγοςὑψί-ζῠγος2высоко восседающий
(Ζεύς Hom., Hes.; Κρονίδης Hes.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ζεύς Hom., Hes.; Κρονίδης Hes.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑψίζυγος — sitting high on the benches masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψίζυγος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. (για κωπηλάτη) αυτός που κάθεται ψηλά στα εδώλια τής κωπηλασίας 2. (για τον Δία) μτφ. αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά, που κυβερνά από ψηλά («Ζεὺς δὲ σφι Κρονίδης ὑψίζυγος, αἰθέρι ναίων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά»… … Dictionary of Greek
ὑψίζυγον — ὑψίζυγος sitting high on the benches masc/fem acc sg ὑψίζυγος sitting high on the benches neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα … Dictionary of Greek